ἐλαιοφόρος — olive bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοφόρον — ἐλαιοφόρος olive bearing masc/fem acc sg ἐλαιοφόρος olive bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοφόρα — ἐλαιοφόρος olive bearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοφόρου — ἐλαιοφόρος olive bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοφόρους — ἐλαιοφόρος olive bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ελαιηρός — ἐλαιηρός, ά, όν (Α) 1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» το λάδι) 2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος 3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος 4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα τού λαδιού 5. (ποιητ.)… … Dictionary of Greek
ελαιοπαραγωγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ελαιοπαραγωγή ή στον ελαιοπαραγωγό 2. (για τόπο) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek